- γλωσσογράφος
- ο, ηαυτός που ασχολείται με τη γλωσσογραφία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
γλωσσογράφος — writer on masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλωσσογράφος — ο (AM γλωσσογράφος) αυτός που συλλέγει και ερμηνεύει γλώσσες, απηρχαιωμένες ή ιδιωματικές λέξεις … Dictionary of Greek
γλωσσογράφον — γλωσσογράφος writer on masc/fem acc sg γλωσσογράφος writer on neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλωττογράφος — γλωσσογράφος , γλωσσογράφος writer on masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλωσσογράφοι — γλωσσογράφος writer on masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλωσσογράφοις — γλωσσογράφος writer on masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλωσσογράφου — γλωσσογράφος writer on masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλωσσογράφους — γλωσσογράφος writer on masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλωσσογράφων — γλωσσογράφος writer on masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά … Dictionary of Greek